- πραγματεύεσθε
- πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαιbusy oneselfpres imperat mp 2nd plπρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαιbusy oneselfpres ind mp 2nd plπρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαιbusy oneselfimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.